Ενα Δέντρο Μεγαλώνει ... Στου Γείτονα
Θυμάμαι πάρα πολύ καλά τα παιδικά μου χρόνια, από το δημοτικό και ύστερα για να είμαι πιο ακριβής. Τις ιστορίες που μας έλεγε τις βροχερές μέρες ο παππούς γύρω από την πολυθρόνα του, τα ταξίδια που κάναμε την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα στο σπίτι του θείου Πέτρου, τα ατέλειωτα παιχνίδια στη δεξαμενή δίπλα στο παλιό εργοστάσιο, το άγχος και τις νουθεσίες της μητέρας για καλή συμπεριφορά κάθε φορά που θα είχαμε καλεσμένους στο σπίτι. Θυμάμαι πολύ καλά και τους γείτονές μας, τον κύριο Μπάμπη και την κυρία Μελπομένη. Παντρεμένοι για πολλά χρόνια, πολύ πριν καν γεννηθώ εγώ, ήταν ένα από τα πιο αταίριαστα ζευγάρια που είχα δει. Εκείνος πωλητής ασφαλειών. Κοντός, με μια κοιλιά που τον έκανε να μοιάζει με σβούρα, μαλλιαρός στο στήθος και στους ώμους, ίδρωνε ακόμα και όταν είχε πολικές θερμοκρασίες. Εκείνη καθηγήτρια θρησκευτικών. Ψιλή, αδύνατη, με τα μαλλιά πάντα μαζεμένα σε μια αόρατη κοτσίδα, φορούσε ακόμα και το καλοκαίρι φούστες μέχρι τον αστράγαλο.
Η κυρία Μελπομένη ήταν συχνή επισκέπτρια στο σπίτι μας. Ο πατέρας και ο κύριος Μπάμπης ήταν παλιοί φίλοι, συμμαθητές από το γυμνάσιο, και τώρα που ήταν και γείτονες, οι γυναίκες τους είχαν γίνει και αυτές καλές φίλες. Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση με την κυρία Μελπομένη ήταν ότι φορούσε πάντα μαύρα και τις περισσότερες φορές καθόταν με την μητέρα μου στο τραπέζι της κουζίνας και έκλαιγε.
- Δεν τον αντέχω άλλο! Πάλι με το δέντρο!
- Ησύχασε Μέλπω μου. Δεν του είπες αυτά που
είχαμε μιλήσει?
- Του τα είπα, αλλά αυτός δεν ακούει κανέναν! Από
το πρωί μέχρι το βράδυ, στο δέντρο το έχει το
μυαλό του.
- Ηρέμησε και έχεις πλαντάξει στο κλάμα.
- Δεν τον αντέχω άλλο σου λέω! Τόσα κουσούρια
του έχω ανεχτεί, αλλά η κατάσταση με το δέντρο
δεν πάει άλλο. Πλάτανος κοντεύει να γίνει!
- Κουράγιο Μέλπω μου.
- Ξερεις τι έκανε πάλι τις προάλλες? Καθόμασταν οι
τρεις μας, με τον Κωστάκη, στο καθιστικό και
βλέπαμε "Το μικρό σπίτι στο λιβάδι", να μορφωθεί
λίγο και ο μικρός. Στα καλά καθούμενα, ο Μπάμπης
άρχισε να λέει στον Κωστάκη για το δέντρο και αν
του άρεσε. Μπουνταλάς είναι και ο μικρός, δεν ήθελε
πολύ. Αρχίσανε και οι δυο τους να ασχολιούνται με
το δέντρο, εκεί μπροστά στα μάτια μου!
- Μην κλαις μωρέ Μέλπω. Θα φτιάξουν τα πράγματα.
- Αν μου καταντήσει τον μικρό σαν και του λόγου του,
εγώ στο λέω από τώρα. Θα τον χωρίσω και αν θέλει
ο Θεός ας ρίξει φωτιά να με κάψει!
Και δώστου περισσότερα κλάματα η κυρία Μελπομένη και δώστου να προσπαθεί η μητέρα μου να την παρηγορήσει. Όλη αυτή η κατάσταση μου φαινόταν πολύ περίεργη. Φανταζόμουν τον κύριο Μπάμπη σκαρφαλωμένο σε ένα μεγάλο δέντρο, να τον καλεί η γυναίκα του και αυτός να μη δίνει σημασία και να συνεχίζει να κλαδεύει μέχρι που έπεφτε στο έδαφος από την κούραση. Άλλες φορές πάλι, τον φανταζόμουν να μαλώνει με κάποιο γείτονα επειδή τα κλαδιά του δέντρου του έμπαιναν πάνω από το φράχτη στην αυλή του κυρίου Μπάμπη και έκρυβαν τη θέα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Το περίεργο όμως ήταν ότι στη γειτονιά μας δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο. Μόνο κάτι θάμνοι, πιο κοντοί και από εμένα. Έτσι περνούσα ώρες ατέλειωτες να βάζω τον κύριο Μπάμπη και ένα δέντρο σε κάθε λογιών καταστάσεις, μέχρι να βρω ποια ήταν η πιο πιθανή.
Κάποια μέρα αποφάσισα να ρωτήσω τον πατέρα μου. Ίσως αυτός να ήξερε για κάποιο κρυφό χόμπι του κυρίου Μπάμπη, την κηπουρική ίσως, ή ακόμα και την προστασία των δέντρων. Εξάλλου ήταν της μόδας τότε τα οικολογικά κινήματα.
- Ποιος, ο Μπάμπης? Κηπουρός και προστάτης των
δέντρων? Αυτός παιδί μου έχει τόσες ευαισθησίες
όσες και ένα μουλάρι!
- Δηλαδή?
- Ξέρεις ποια ήταν η αγαπημένη του ασχολία όταν
ήμασταν στο σχολείο?
- Δεν έπαιζε μπάσκετ όπως εσύ?
- Καθόταν όλη μέρα κουκουλωμένος στο κρεβάτι,
αμολούσε αέρια αβέρτα, και μετά έχωνε το κεφάλι
κάτω από τις κουβέρτες και μας έλεγε πόσο ωραία
μυρίζουν!
- Μα η κυρία Μελπομένη όλο για κάτι δέντρα λέει
στη μαμά.
- Μήπως της μαραίνονται από τα κατορθώματα του
άντρα της?
Το τρανταχτό γέλιο του πατέρα μου είχε αντηχήσει σε ολόκληρο το σπίτι. Μετά από εκείνη την ημέρα δεν τόλμησα να τον ξαναρωτήσω. Συνέχιζα μόνο να πλάθω με το μυαλό μου ιστορίες για δέντρα που είχαν ζωντανέψει μετά από μυστικά πειράματα που έκανε ο κύριος Μπάμπης στο υπόγειο του σπιτιού του και τώρα κυνηγούσαν την κυρία Μελπομένη για να την κάνουν λίπασμα. Ορκίζομαι πως μέχρι σήμερα δεν έχω καταφέρει να ανακαλύψω ποια ήταν τελικά η μυστηριώδης σχέση του κυρίου Μπάμπη με τα δέντρα.
Η κυρία Μελπομένη ήταν συχνή επισκέπτρια στο σπίτι μας. Ο πατέρας και ο κύριος Μπάμπης ήταν παλιοί φίλοι, συμμαθητές από το γυμνάσιο, και τώρα που ήταν και γείτονες, οι γυναίκες τους είχαν γίνει και αυτές καλές φίλες. Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση με την κυρία Μελπομένη ήταν ότι φορούσε πάντα μαύρα και τις περισσότερες φορές καθόταν με την μητέρα μου στο τραπέζι της κουζίνας και έκλαιγε.
- Δεν τον αντέχω άλλο! Πάλι με το δέντρο!
- Ησύχασε Μέλπω μου. Δεν του είπες αυτά που
είχαμε μιλήσει?
- Του τα είπα, αλλά αυτός δεν ακούει κανέναν! Από
το πρωί μέχρι το βράδυ, στο δέντρο το έχει το
μυαλό του.
- Ηρέμησε και έχεις πλαντάξει στο κλάμα.
- Δεν τον αντέχω άλλο σου λέω! Τόσα κουσούρια
του έχω ανεχτεί, αλλά η κατάσταση με το δέντρο
δεν πάει άλλο. Πλάτανος κοντεύει να γίνει!
- Κουράγιο Μέλπω μου.
- Ξερεις τι έκανε πάλι τις προάλλες? Καθόμασταν οι
τρεις μας, με τον Κωστάκη, στο καθιστικό και
βλέπαμε "Το μικρό σπίτι στο λιβάδι", να μορφωθεί
λίγο και ο μικρός. Στα καλά καθούμενα, ο Μπάμπης
άρχισε να λέει στον Κωστάκη για το δέντρο και αν
του άρεσε. Μπουνταλάς είναι και ο μικρός, δεν ήθελε
πολύ. Αρχίσανε και οι δυο τους να ασχολιούνται με
το δέντρο, εκεί μπροστά στα μάτια μου!
- Μην κλαις μωρέ Μέλπω. Θα φτιάξουν τα πράγματα.
- Αν μου καταντήσει τον μικρό σαν και του λόγου του,
εγώ στο λέω από τώρα. Θα τον χωρίσω και αν θέλει
ο Θεός ας ρίξει φωτιά να με κάψει!
Και δώστου περισσότερα κλάματα η κυρία Μελπομένη και δώστου να προσπαθεί η μητέρα μου να την παρηγορήσει. Όλη αυτή η κατάσταση μου φαινόταν πολύ περίεργη. Φανταζόμουν τον κύριο Μπάμπη σκαρφαλωμένο σε ένα μεγάλο δέντρο, να τον καλεί η γυναίκα του και αυτός να μη δίνει σημασία και να συνεχίζει να κλαδεύει μέχρι που έπεφτε στο έδαφος από την κούραση. Άλλες φορές πάλι, τον φανταζόμουν να μαλώνει με κάποιο γείτονα επειδή τα κλαδιά του δέντρου του έμπαιναν πάνω από το φράχτη στην αυλή του κυρίου Μπάμπη και έκρυβαν τη θέα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Το περίεργο όμως ήταν ότι στη γειτονιά μας δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο. Μόνο κάτι θάμνοι, πιο κοντοί και από εμένα. Έτσι περνούσα ώρες ατέλειωτες να βάζω τον κύριο Μπάμπη και ένα δέντρο σε κάθε λογιών καταστάσεις, μέχρι να βρω ποια ήταν η πιο πιθανή.
Κάποια μέρα αποφάσισα να ρωτήσω τον πατέρα μου. Ίσως αυτός να ήξερε για κάποιο κρυφό χόμπι του κυρίου Μπάμπη, την κηπουρική ίσως, ή ακόμα και την προστασία των δέντρων. Εξάλλου ήταν της μόδας τότε τα οικολογικά κινήματα.
- Ποιος, ο Μπάμπης? Κηπουρός και προστάτης των
δέντρων? Αυτός παιδί μου έχει τόσες ευαισθησίες
όσες και ένα μουλάρι!
- Δηλαδή?
- Ξέρεις ποια ήταν η αγαπημένη του ασχολία όταν
ήμασταν στο σχολείο?
- Δεν έπαιζε μπάσκετ όπως εσύ?
- Καθόταν όλη μέρα κουκουλωμένος στο κρεβάτι,
αμολούσε αέρια αβέρτα, και μετά έχωνε το κεφάλι
κάτω από τις κουβέρτες και μας έλεγε πόσο ωραία
μυρίζουν!
- Μα η κυρία Μελπομένη όλο για κάτι δέντρα λέει
στη μαμά.
- Μήπως της μαραίνονται από τα κατορθώματα του
άντρα της?
Το τρανταχτό γέλιο του πατέρα μου είχε αντηχήσει σε ολόκληρο το σπίτι. Μετά από εκείνη την ημέρα δεν τόλμησα να τον ξαναρωτήσω. Συνέχιζα μόνο να πλάθω με το μυαλό μου ιστορίες για δέντρα που είχαν ζωντανέψει μετά από μυστικά πειράματα που έκανε ο κύριος Μπάμπης στο υπόγειο του σπιτιού του και τώρα κυνηγούσαν την κυρία Μελπομένη για να την κάνουν λίπασμα. Ορκίζομαι πως μέχρι σήμερα δεν έχω καταφέρει να ανακαλύψω ποια ήταν τελικά η μυστηριώδης σχέση του κυρίου Μπάμπη με τα δέντρα.
0 Comments:
Post a Comment
Subscribe to Post Comments [Atom]
<< Home