ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΩ ΤΑ ΗΧΕΙΑ ΜΟΥ

Saturday, November 05, 2005

Εχουμε Γνωριστεί? - Episode III

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ακολουθεί άλλο ένα ΑΜΠ (Ανεπανάληπτου Μεγέθους Ποστ). Το μόνο που μπορώ να πω είναι: Ο θεός μαζί σας!


Αποχαιρετώ τον τύπο στη ρεσεψιόν και βγαίνω στην πλατιά ξύλινη βεράντα. Γεμίζω τα στήθη μου με το δροσερό αέρα. Η αλμύρα της θάλασσας φτάνει ανεπαίσθητα ως το πρόσωπό μου. "Επιτέλους, το Σαν Φρανσίσκο", ψιθυρίζω. Αρχίζω στον κατηφορικό δρόμο προς την προβλήτα. Σκέφτομαι που να πρωτοπάω. Στο μυαλό μου έρχεται το χαρτάκι με τη διεύθυνση του ελληνικού εστιατορίου που έχω στην τσέπη μου. "Η Αγράμπελη". Τι όνομα κι αυτό! Να μπλέξω όμως με ελληνάρες πάλι? θα μου τα πρήξουν. Κοιτάζω προς την κατεύθυνση της Χρυσής Γέφυρας αλλά μερικά κτίρια μου κρύβουν τη θέα. Στρέφω το βλέμμα μου προς το Αλκατράζ. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω πολλά. "Κρίμα που δε θα μπορέσω να βρω εισιτήρια αυτό το σαββατοκύριακο", μονολογώ. Αποφασίζω τελικά να ρισκάρω ελληνικά, μπορεί και να συμβεί κανένα τυχερό και να δω και το Αλκατράζ.

Ανεβαίνω μια μικρή ανηφόρα μέχρι τη στάση των λεωφορείων. Παρκαρισμένο μπροστά μπροστά, με τη μηχανή αναμμένη και τις πόρτες ανοιχτές, είναι ένα όχημα που θυμίζει διασταύρωση λεωφορείου και τρόλλεϋ. Διαβάζω το λογότυπο της εταιρείας που είναι περήφανα τυπωμένο στα πλάγια και με πιάνουν ασυγκράτητα γέλια. Μια παρέα από κλόουν που περιμένουν υπομονετικά στη στάση με κοιτάζουν λες και φοράω κόκκινη μύτη. "Μάλλον δεν ξέρουν ελληνικά", σκέφτομαι. "Εκτός και αν τους αρέσουν απλώς τα παπούτσια μου". Μπαίνω στο αστείο όχημα και στρογγυλοκάθομαι "φορώντας" ένα πλατύ χαμόγελο. Σε λίγο ξεκινάμε ακολουθώντας μια μεγάλη κατηφόρα. Όπως κοιτάζω έξω από το παράθυρο, όλες οι επιγραφές στα διάφορα καταστήματα μου φαίνονται "κινέζικα". Κοιτάζω γύρω μου και ξαφνικά το όχημα έχει γεμίσει από κάθε λογής ασιατικά πρόσωπα, κυρίως όμως κινέζους, που έχουν αρχίσει να στοιβάζονται σαν σαρδέλες. Ρίχνω μια ματιά δεξιά μου και βλέπω ένα χαμόγελο. Δυστυχώς βλέπω και τον ιδιοκτήτη του.

- Είδες? Ξαφνικά δεν υπάρχουν και πολλοί λευκοί
  σαν εμάς τριγύρω, ε? Μόνο κιτρινιάρηδες!
- Ούτε και κανέναν έξυπνο βλέπω!

Το χαμόγελο δίπλα μου εξαφανίζεται μεμιάς, μάλλον επειδή ο ιδιοκτήτης του θεωρεί ότι το σχόλιο μου απευθύνεται σε αυτόν. Πριν προλάβω να ξεκαθαρίσω ότι εννοούσα αποκλειστικά αυτόν, σηκώνεται και μου γυρίζει την πλάτη. Μια γριούλα που κάθεται στα αριστερά μου μουρμουράει κάτι "κινέζικα" και μου σκάει ένα χαμόγελο. "Φέτος στην Κίνα είναι το έτος του δεινόσαυρου", μου λέει και μου κλείνει το μάτι. Αυτή η σκέψη με συνοδεύει μέχρι το τέλος της διαδρομής μου. Κατεβαίνω από το όχημα και κοιτάζω απέναντι την ταμπέλα με τα μεγάλα πράσινα και κόκκινα φωτεινά γράμματα. "Αγράμπελη".

Ανοίγω την πόρτα και βλέπω μπροστά μου ένα ευρύχωρο εστιατόριο, με ένα μικρό συντριβάνι ακριβώς στη μέση. Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με φωτογραφίες από ελληνικά νησιά. Κάτι όμως δεν μου φαίνεται εντάξει. Η τεράστια αίθουσα είναι εντελώς άδεια! Δεν υπάρχει κανένας καλοφαγάς. Κοιτάζω το ρολόι μου. Έξι και πέντε λεπτά. "Περίεργο", σκέφτομαι. Από την κουζίνα στο βάθος βγαίνει μια φιγούρα.

- Γεια χαρά! Έλληνας?
- Ναι, ο ιδιοκτήτης είμαι. Αχιλλέας.
- Qfwfq. Ωραίο μαγαζί έχετε.

Του εξηγώ από που έρχομαι, που πηγαίνω και από που κατάγεται η σκούφια μου. Επίσης του εξιστορώ περιληπτικά πως πέρασα τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής μου στην Ελλάδα.

- Μιζέρια. θέλεις μέσο ακόμα και για να βγάλεις
  γκόμενα!
- Σε νοιώθω φίλε! Εδώ δεν έχει τέτοια. Και έχει
  και κάτι μανούλια! Ξέρεις όμως τι λένε εδώ για
  εμάς τους Έλληνες, έτσι?
- Ότι έχουμε μεγάλες πατούσες?
- Εεε, όχι, τι σχέση έχει αυτό? Κάτι άλλα λένε,
  αλλά εγώ είμαι σίγουρος ότι αυτές τις φήμες τις
  βγάζουν οι ρουφιάνοι οι Ιταλοί.
- Α, αυτό εννοείτε! Ιταλική λάσπη! Μήπως όμως
  ήρθα νωρίς για φαγητό? Είναι λίγο ερημιά.
- Συνήθως είμαστε γεμάτοι αλλά χθες έγινε το
  ετήσιο φεστιβάλ ελληνικού φαγητού και είναι
  όλοι χορτάτοι. Έπρεπε να έρθεις τη βραδιά που
  έχουμε χωρό της κοιλιάς!
- Κατάλαβα, το γνωστό ελληνικό έθιμο. Θα φάμε
  τίποτα?
- Ότι θέλεις.
- Δεν αρχίζουμε με ένα σαγανάκι όσο κοιτάζω
  το μενού?

Αρχίζω να διαβάζω το μενού. Όλα τα πιάτα είναι διπλάσια από ότι έχω συνηθίσει. Μετά από μερικά λεπτά έρχεται το ορεκτικό. Ο άτρωτος Αχιλλέας στέκεται απέναντι μου, κάνει το σαγανάκι φλαμπέ, ρίχνει μια γυροβολιά και αναφωνεί με καμάρι "Όπα!" Του ρίχνω ένα βλέμμα περιμένοντας να καταλάβει τι χοντρή μαλακία έκανε. Μου ρίχνει ένα βλέμμα λες και μόλις κατέκτησε το Έβερεστ. "Ωρα να την κάνω. Αναμένονται χειρότερα!", λέω στον εαυτό μου. "Έχετε τηλέφωνο? Πρέπει να πάρω κάπου ...". Μετά από πέντε λεπτά επιστρέφω στο τραπέζι. Ο Αχιλλέας περιμένει καθιστός, έχοντας ετοιμάσει στο μυαλό του όλες τις ιστορίες σεξ, μυστηρίου και προδοσίας που θα μου εξιστορήσει για να διευκολύνει τη χώνεψή μου.

- Δυστυχώς πρέπει να γυρίσω αμέσως στον ξενώνα.
  Κάτι προέκυψε.
- Κρίμα. Έλεγα να φωνάξω και καναδυό άλλους
  Έλληνες.
- Πραγματική ατυχία.
- Έχουμε και καινούριο παπά ξέρεις! Τα λέει
  νεράκι! Να σου δώσω το τηλέφωνο της εκκλησίας
  πριν φύγεις?

"Θα προτιμούσα να πηδήξω από τη Χρυσή Γέφυρα", ετοιμάζομαι να πω, αλλά μου βγαίνει "Δε χρειάζεται, το έχω ήδη!" Αφήνω πίσω μου το εστιατόριο και μαζί τον κόσμο των απόδημων Ελλήνων. Αποφασίζω να γυρίσω στον ξενώνα περπατώντας για να δω και την πόλη. Παίρνω τον κοντινότερο κεντρικό δρόμο. Προσπερνώ μερικές πλατείες και κάποιους κλόουν που ζητάνε ελεημοσύνη. Οι φάτσες τους μου φαίνονται γνωστές, οπότε αφήνω όσα κέρματα μπορώ να βρω στις τσέπες μου. Ξαφνικά φτάνω σε μια περιοχή όπου όλα τα κτίρια μοιάζουν να είναι ξενοδοχεία. Χλιδή. Περνάω μπροστά από αμέτρητα λεωφορεία, ταξί και βαλίτσες. Στρίβω σε μια γωνία για να γλιτώσω και πέφτω πάνω σε κάποιον με κουρελιασμένα ρούχα. Κατά μήκος του πεζοδρομίου βλέπω κάθε λογής άστεγους και ζητιάνους. Σαν να εισήλθα σε διαφορετική διάσταση. Στο μυαλό μου έρχεται αμέσως η τελευταία ταινία του Jim Jarmusch. Άδειος από κέρματα, διασχίζω σκεπτικός το αναπάντεχο ποτάμι ανθρώπινης απελπισίας. Παίρνω το δρόμο για τις προβλήτες μήπως και η θάλασσα μου φτιάξει τη διάθεση.

Το αεράκι της θάλασσας με αναζωογονεί. Κοιτάζω τις προβλήτες που περνούν από μπροστά μου και φαντάζομαι πόσοι άνθρωποι έχουν περάσει με τα χρόνια από αυτές. Βγαίνω σε κάτι που μοιάζει με μεγάλη πλατεία. Στα δεξιά βλέπω διάφορες πινακίδες να διαφημίζουν ωράρια και τιμές για επισκέψεις στο Αλκατράζ. Στα αριστερά ένα μπουλούκι παρακολουθεί μια μπάντα να αυτοσχεδιάζει. Επιταχύνω το βήμα μου για να αποφύγω την πολυκοσμία και βρίσκομαι μπροστά στην είσοδο ενός μικρού εμπορικού κέντρου. Προς ευχαρίστησή μου βλέπω ότι αποτελείται από δυόροφα κτίρια που περικλείουν μεγάλους υπαίθριους χώρους. Περιπλανιέμαι για λίγη ώρα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους χαζεύοντας τις βιτρίνες των σοκολατερί, των καταστημάτων με αναμνηστικά και των εστιατορίων. Ξαφνικά ακούω σε απόσταση μπροστά μου μεγάλη φασαρία αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται. Προσπερνάω μια ταμπέλα που γράφει "Προβλήτα 39". Αφήνω την εξερεύνηση της μυστηριώδους προβλήτας για την επόμενη μέρα και εγκαταλείπω το εμπορικό κέντρο από μια έξοδο στα αριστερά.

Ανεβαίνω μερικά σκαλιά και βγαίνω σε έναν πεζόδρομο γεμάτο πάγκους. Διάφοροι αστακοί δεξιά και αριστερά προσπαθούν να με γραπώσουν. Σπρώχνω και σπρώχνομαι. "Ούτε στη Μύκονο να ήμουν!", σκέφτομαι. Διασχίζω μια διάβαση που βλέπω μπροστά μου και με ικανοποίηση διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει καμιά δαγκάνα τριγύρω. Κατευθύνομαι δεξιά στο πεζοδρόμιο. Περνάω μπροστά από διάφορες γκαλερί και κάποια καταστήματα με σουβενίρ. "Πολύ τουριστική η περιοχή για τα γούστα μου". Βλέπω μπροστά μου δύο τύπους να συζητάνε έχοντας πιάσει το μισό πεζοδρόμιο. Ο ένας φοράει κουρελιασμένα ρούχα και ακουμπάει σε ένα ποδήλατο. Ο άλλος είναι κοντούλης με μια τεράστια κουκούλα στο κεφάλι. Τους αποφεύγω με έναν επιδέξιο ελιγμό. Καθώς τους αφήνω πίσω μου, το αυτί μου παίρνει τον κοντό να λέει "Α, να!", ενώ με την άκρη του ματιού μου τον βλέπω να απλώνει το χέρι και να δείχνει προς το μέρος μου. Προσπαθώ να μη δώσω σημασία. Συνεχίζω να περπατάω στην άκρη του πεζοδρομίου. Ξαφνικά σταματάω μπροστά σε μια βιτρίνα προσποιούμενος ότι κοιτάζω με ενδιαφέρον. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον κοντό τύπο να με ακολουθεί 5-6 μέτρα πιο πίσω.

Αρχίζω να περπατάω ξανά, αυτή τη φορά πιο γρήγορα. Ρίχνω κλεφτές ματιές πίσω μου αλλά η "σκιά" μου συνεχίζει να με ακολουθεί. Με κυριεύει ένας ανεξήγητος φόβος. Βλέπω στα αριστερά ένα φαστφουντάδικο και χώνομαι μέσα. Περιμένω ανάμεσα στον κόσμο για λίγο και μετά τολμάω να ρίξω μια ματιά έξω. Ο κοντός τύπος δε φαίνεται πουθενά. Ανεβαίνω ένα ανηφορικό στενό που βλέπω παραδίπλα και βγαίνω σε έναν παράλληλο δρόμο δέκα μέτρα πιο πέρα. Συνεχίζω αριστερά, ανεβαίνω κάθετα, στρίβω αριστερά, πάλι κάθετα, πάλι αριστερά. Αφού έχω απομακρυνθεί 4-5 τετράγωνα, κοντοστέκομαι για να ηρεμήσω. Κοιτάζω γύρω μου και δε φαίνεται ψυχή. Ανακουφισμένος, στρίβω στην επόμενη γωνία αριστερά και βλέπω μπροστά μου τον κοντό! Έχει αγοράσει ένα σακουλάκι γαριδάκια και μασουλάει με μανία.

"Καρφωνόμαστε" για μερικά δευτερόλεπτα ενώ ταυτόχρονα κινούμαστε κυκλικά ο ένας γύρω από τον άλλο. Στα αυτιά μου αντηχεί ένα soundtrack από ταινία του Sergio Leone. Βλέπω στα αριστερά μου ένα μπαράκι. Τρέχω και χώνομαι μέσα. Κοιτάζω έξω στο δρόμο και βλέπω τον κοντό να κάθεται μπροστά στην είσοδο και να με κοιτάζει. Κάθομαι μαρμαρωμένος για λίγα λεπτά. Ξαφνικά συνειδητοποιώ που βρίσκομαι και κοιτάζω γύρω μου. Οι θαμώνες δίπλα μου κοιτάζουν μια εμένα και μια τον τύπο έξω στο δρόμο. Δεν έχουν αποφασίσει ακόμα ποιος είναι ο κακός της ιστορίας. Από τα ηχεία ακούγεται ένα country τραγούδι. Αρχίζω να υποψιάζομαι ότι δεν έχουν δει δεινόσαυρο ξανά στη ζωή τους. "Πρέπει να κάνω κάτι γρήγορα αλλιώς την έβαψα!", λέω στον εαυτό μου. Πλησιάζω στο μπαρ και εισέρχομαι στο οπτικό πεδίο του μπάρμαν.

- Ξέρετε αν υπάρχει αστυνομικό τμήμα εδώ κοντά?
- Γιατί, τι έγινε?
- Ένας τύπος με ακολουθεί εδώ και ώρα και δεν
  ξέρω τι θέλει.
- Που είναι τώρα?
- Εκεί έξω, κάθεται μπροστά στην πόρτα.

Βγαίνει πίσω από το μπαρ και πηγαίνει προς στην πόρτα. "Αυτός είναι!", λέω με τρόμο. Ο μπάρμαν ανοίγει την πόρτα και φωνάζει στον κοντό: "Άντε στα τσακίδια! Τι κάνεις εδώ πέρα? Εξαφανίσου! Αποβράσματα της κοινωνίας!" Μπαίνει πάλι στο μαγαζί και στρέφεται προς το μέρος μου.

- Έχουμε γεμίσει από δαύτους! Όλο προβλήματα
  δημιουργούν!
- θα βρω κανέναν αστυνομικό εδώ γύρω?
- Με τα πόδια είσαι?
- Ναι, και πρέπει να γυρίσω στον ξενώνα με
  κάποιο τρόπο.
- Περίμενε λίγο. Θα δούμε τι θα γίνει. θέλεις
  κάτι να πιείς?
- Φέρε μια μπύρα.

Ακουμπάω στον πάγκο του μπαρ και ρίχνω μια ματιά τριγύρω. "Οι περισσότεροι εδώ μέσα είναι δεινόσαυροι", σκέφτομαι. Όχι σαν εμένα φυσικά, απλώς πάνω από 40 χρονών. Ένας τύπος δίπλα μου έχει αγκαλιάσει τον πάγκο και τραγουδάει φάλτσα. Σηκώνει το κεφάλι του, με βλέπει διαθέσιμο και περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου. "Χικ!", μου λέει με νόημα. Χαμογελάω και του δείχνω το ποτήρι μπροστά του. Προσπαθεί να το πιάσει μια δυο φορές χωρίς επιτυχία. Από την υπερπροσπάθεια του πέφτουν τα κλειδιά που κρατάει στο άλλο χέρι. Σκύβω να τα μαζέψω και του τα δίνω. "Cheers!", έρχονται τα ευχαριστήρια. "Πολύ μυστήριοι αυτοί οι σκωτσέζοι!", σκέφτομαι. "Λένε cheers αντί ευχαριστώ. Στο φροντιστήριο αγγλικών μας έλεγαν ότι είναι μόνο για να πίνεις ξίδια".

Βλέπω τον μπάρμαν να πλησιάζει και να μιλάει στον μεθυσμένο τύπο δίπλα μου. "Θα τον καλοπιάνει να σταματήσει να πίνει", σκέφτομαι. "Μάλλον ήρθε η ώρα να επιστρέψει σπίτι του". "Ποιος, αυτός?", αντιδρά ο τύπος ενώ γυρίζει το κεφάλι του προς το μέρος μου. Ο μπάρμαν κουνάει καταφατικά το κεφάλι.

- Εσύ είσαι που θέλεις να πας σπίτι σου?
- Όχι σπίτι, στον ξενώνα που μένω.
- Θα σε πάω εγώ. Δικό μου είναι το μπαρ, πως
  σου φαίνεται?
- Εεεε ... συμπαθητικό είναι!
- Σε λίγο φύγαμε.

Μισή ώρα αργότερα κλείνω την πόρτα του μπαρ πίσω μου. Ο ιδιοκτήτης έχει σταματήσει μπροστά μου και μιλάει με ένα ζευγάρι που καπνίζει με βάρδιες. Ανάβει και αυτός τσιγάρο. Κοιτάζω αριστερά και βλέπω δύο τύπους να κάθονται στα σκαλιά ενός σπιτιού λίγα μέτρα πιο πέρα. Ο ένας είναι ο κοντός που με ακολουθούσε προηγουμένως! Ο άλλος ο φίλος του με το ποδήλατο! "Μη φοβάσαι φίλε", προλαβαίνει και λέει ο κοντός. Τον αγνοώ και φοβισμένος προσποιούμαι ότι με ενδιαφέρουν αυτά που προσπαθεί να πει η εξηντάρα γυναίκα στα δεξιά μου.

- Το πιστεύεις? Να ρωτήσει εμένα γιατί καπνίζω
  και πίνω. Τι μαλάκας!
- Τον γνωρίζατε?
- Ήταν φίλος του πατέρα μου.
- Μπορεί να σας γούσταρε!
- Φτύνω στον τάφο του!

Με τύψεις που μόλις βεβηλώσαμε τον τάφο του ανθρώπου, γυρίζω προς τον ιδιοκτήτη του μπαρ.

- Αυτοί οι τύποι εκεί είναι?
- Ναι.
- Μην ανησυχείς. Δεν τρέχει τίποτα.

Τρία τσιγάρα και τέσσερις βεβηλωμένους τάφους μετά, το ζευγάρι αποφασίζει να επιστρέψει στη θαλπωρή του μπαρ. Χωρίς να κοιτάξω καθόλου πίσω, ακολουθώ τον ιδιοκτήτη που στρίβει βιαστικά στη γωνία. Λίγα μέτρα πιο ΄κει βλέπω ένα αμάξι. "Μπες μέσα". Ανοίγω την πόρτα και κάθομαι στη θέση του συνοδηγού. Ευτυχώς το αμάξι είναι φορτηγάκι και χωράω ίσα ίσα. Καθώς βάζει μπρος μου λέει: "Τέτοιους τύπους δεν πρέπει να τους φοβάσαι. Υπάρχουν πολλοί σαν αυτόν εδώ, αλλά όταν πετυχαίνεις κανέναν πρέπει να στέκεσαι γερά στα πόδια σου. Να μην υποχωρείς. Αυτό τους ξαφνιάζει και δε σου κάνουν τίποτα". "Και τι μπορώ να κάνω εγώ, ένας απλός δεινόσαυρος, απέναντι τους?", ετοιμάζομαι να απαντήσω, αλλά τελευταία στιγμή κρατιέμαι. Το ξέρω ότι δε θα καταλάβει πως κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με έναν άνθρωπο βρίσκομαι αυτόματα σε μειονεκτική θέση. Κανένας αστυνομικός δε θα πίστευε ποτέ το λόγο ενός δεινόσαυρου μπροστά στο λόγο ενός ανθρώπου.

- Που είπες ότι είναι ο ξενώνας που μένεις?
- Δεν ξέρω ακριβώς. Μόνο ότι βρίσκεται σε ένα
  φρούριο και είναι κοντά στη θάλασσα.
- Καινούριος στην πόλη, ε? Μην ανησυχείς, θα το
  βρούμε. Ο παππούς μου ήταν ινδιάνος και έχω
  κληρονομήσει τα γονίδια του.
- Θυμάμαι και κάτι που είχε σχέση με ψαράδες και
  το σταρ τρεκ. Μου έκανε εντύπωση!
- Το σταρ τρεκ ... ξέρεις τον Mr. Sulu?
- Ναι, από την παλιά σειρά.
- Είμαι σίγουρος ότι είναι ομοφυλόφιλος! Μακάρι
  να το παραδεχτεί κιόλας σύντομα.
- Είναι και πολύ καλός ηθοποιός, δε νομίζεις?
- ...

Συνεχίζουμε αμίλητοι το ταξίδι για ένα χιλιόμετρο περίπου ακόμα. Τελικά φτάνουμε σε ένα πάρκο που μου φαίνεται κάπως οικείο.

- Εεεε ... ξέρετε ...
- Κάτσε να δω που στρίβω. Κάπου εδώ πρέπει να 'ναι.
- Εεεε ... νομίζω ότι μόλις το περάσαμε!
- Αδύνατον! Ο παππούς μου ...

Φρενάρει απότομα για να μη χτυπήσει την πινακίδα που έγραφε ότι φτάσαμε σε αδιέξοδο. Βλαστημώντας, και χωρίς να μου ρίξει ούτε ματιά, κάνει αναστροφή. Επιστρέφει στο σημείο που τον είχα διακόψει πριν λίγο και βλέπει μια μεγάλη πινακίδα να δείχνει το δρόμο για τον ξενώνα. "Μάλλον ο παππούς του δεν ήταν ιχνηλάτης", σκέφτομαι, "τουλάχιστον όχι επιτυχημένος". Με αφήνει μπροστά στον ξενώνα και αφού τον ευχαριστώ για τον κόπο, ανοίγω τη μεγάλη πόρτα στο κέντρο της βεράντας.

Πάντα μου άρεσαν οι ξενώνες. Έχουν μια ιδιαίτερη, δική τους μυρωδιά. Τη στιγμή που περνάς το κατώφλι τους νοιώθεις μια παράξενη θαλπωρή. Οι πίνακες ανακοινώσεων σφύζουν από κάθε λογής πληροφορίες. Ολιγοήμερες εκδρομές σε κοντινά μέρη, καθημερινές ξεναγήσεις στην περιοχή, ότι συμβαίνει στην πόλη αυτόν τον καιρό, κάποιοι που ψάχνουν μεταφορικό μέσο για το επόμενο πρωινό. Άνθρωποι κάθε ηλικίας να πηγαινοέρχονται στους διαδρόμους. Λίγο πιο 'κει ο χώρος για ξεκούραση και λίγη κουβέντα. Γεμάτος χάρτες και ενημερωτικά φυλλάδια για την πόλη. Πελώριοι καναπέδες, βολικές πολυθρόνες, επιτραπέζια παιχνίδια, μηχανήματα για πρόσβαση στο Διαδίκτυο.

Πάντα μου έκανε εντύπωση ότι αυτοί που διευθύνουν τους ξενώνες είναι χαρακτηριστικά άτομα. Ο grunge τύπος που έχει μεγαλώσει με τους Νιρβάνα και είναι αιώνια κολλημένος με τους Pixies. O φοιτητής της σχολής καλών τεχνών που κουβαλάει παντού ένα μπλοκάκι ή μια φωτογραφική μηχανή. Ο κομπιουτεράς που κρυφακούει τι γίνεται γύρω του πάνω από το ανοιγμένο laptop. Και οι κοπέλες, ανεξαιρέτως αυτές οι κοπέλες, που καλύτερες τους έχω δει μόνο σε κάτι industrial βραδιές στα Προάστεια. Πλησιάζω τον κομπιουτερά στη ρεσεψιόν.

- Γεια χαρά.
- Καλώς τον! Πως σου φάνηκε η πόλη για πρώτη μέρα?
- Λίγο πιο παράξενη από ότι περίμενα. Αλλά γενικά
  φαίνεται ότι περνάτε ωραία εδώ.
- Τι ωραία ρε φίλε! Με τον κυβερνήτη που έχουμε ...
- Κάτι είχες αρχίσει να μου λες πριν φύγω. Για
  Ευρώπη και τέτοια.
- Ναι, δεν αντέχω άλλο το cyborg. Φεύγω σε καναδυό
  εβδομάδες για Ισπανία μαζί με την κοπέλα μου.
  Επιτέλους, να γλυτώσουμε!
- Για πάντα? Που ακριβώς θα πάτε?
- Βαρκελώνη. Θα μείνουμε τουλάχιστον μέχρι να αλλάξει
  ο κυβερνήτης μας εδώ.
- Βαρκελώνη? Θα φας καλά με τους καταλανούς!
- Τι εννοείς?
- Άσε, θα δεις μόνος σου! Ποιο 'κει είναι και οι
  βάσκοι, πως σου ξέφυγαν αυτοί?

Με κοιτάζει για λίγο με απορία μη μπορώντας να φανταστεί τι κακό έχουν οι καταλανοί και οι βάσκοι. Τελικά αποφασίζει να το προσπεράσει. Σκύβει πίσω από τον πάγκο και παίρνει κάτι στο δεξί του χέρι.

- Δικό σου δεν είναι αυτό? Το ξέχασες εδώ όταν έφυγες.
- Α, ναι. Ένα βιβλίο του Πλάτωνα είναι αλλά το έχω
  διαβάσει δεκάδες φορές. Απλώς το κουβαλάω μαζί μου
  για να τη σπάω στους Φιλοσόφους!
- Δηλαδή?
- Να, κάθομαι σε ένα πολυσύχναστο μέρος, όπως κάποια
  πλατεία ή ακόμα και το σαλόνι αυτού του ξενώνα,
  και κάνω πως διαβάζω το βιβλίο. Όλο και κάποιος
  Φιλόσοφος θα δει τα ελληνικά γράμματα και την
  προτομή στο εξώφυλλο και θα έρθει να μου μιλήσει.
  Συμβαίνει πάντα.
- Και?
- Αρχίζουν να μου μιλάνε για το αγαπημένο τους βιβλίο,
  συνήθως είναι από τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη. Τι
  τους άρεσε, τι εννοούσε ο συγγραφέας, πως συνδέεται
  με τα υπόλοιπα έργα του. Παθιάζονται πραγματικά!
  Πολλοί αρχίζουν και λένε απ' έξω ολόκληρα κατεβατά.
  Εγώ κάθομαι απλώς και ακούω.
- Και πως τους τη σπας?
- Περιμένω λίγα λεπτά και μετά τους λέω ότι όταν με
  διέκοψαν διάβαζα το πρωτότυπο στα ελληνικά!

Καληνυχτίζω όλους όσους βρίσκονται στη ρεσεψιόν και με το βιβλίο στο χέρι παίρνω τον διάδρομο προς το δωμάτιο μου. Πάντα μου άρεσαν οι ξενώνες, ακόμα και αν μοιράζομαι το δωμάτιο με άλλους. Είναι και αυτό μια εμπειρία. Ανοίγω την πόρτα του δωματίου και ανάβω το φως. Από κάποιο κρεβάτι στο βάθος ακούγεται η φωνή ενός από τους συγκατοίκους μου να με καλοσωρίζει.

- Φως! Το Χριστό μου!

"Ωχ", σκέφτομαι. "Σε θρήσκο πέσαμε!" Κλείνω αμέσως το φως και αρχίζω να ψάχνω στα σκοτεινά για το κρεβάτι μου. Κουτουλάω δυο φορές στο ξύλο ενός κρεβατιού στα δεξιά. Ψαχουλεύοντας για λίγο φτάνω επιτέλους στον προορισμό μου και ξαπλώνω όπως είμαι με τα ρούχα. "Ελπίζω να θυμηθούν να με ξυπνήσουν από τη ρεσεψιόν το πρωί", σκέφτομαι. "Μακάρι να σταθώ τυχερός και να δω φάλαινες".

4 Comments:

  • jesus christ pou pas kai mplekeis booooy...really woried..plato e?

    By Blogger CD, at Sun Nov 06, 04:52:00 PM 2005  

  • efaga 1 r worried...

    By Blogger CD, at Sun Nov 06, 04:59:00 PM 2005  

  • Για γερα νευρα η ιστορια σου και για ανθρωπους με αντοχες. Αποριες:
    - Τι επιγραφη ειχε το λεωφορειοτρολευ;
    - Τι ηθελε τελικα ο κοντος και γιατι διαλεξε εσενα μεσα σε ολο το πληθος;
    - τι κακο εχουν οι καταλανοι κι οι βασκοι;; (εγω ξερω αρκετα κακα αλλα μου πηρε καιρο να τα ανακαλυψω και σε γενικες γραμμες ειναι υποφερτα, μην τρομοκρατεις ετσι τους ανθρωπους και μας διωχνεις τον τουρισμο!!)

    By Blogger Anna, at Mon Nov 07, 08:07:00 PM 2005  

  • "Για γερα νευρα η ιστορια σου και για ανθρωπους με αντοχες."

    Ναι, μου βγήκε ιστορία με ... βαρίδια!

    "Τι επιγραφη ειχε το λεωφορειοτρολευ;"

    Ντρέπομαι να το πω!

    "Τι ηθελε τελικα ο κοντος και γιατι διαλεξε εσενα μεσα σε ολο το πληθος;"

    Φωτιά ίσως?

    "τι κακο εχουν οι καταλανοι κι οι βασκοι;;"

    Ότι έχουν και οι Quebecers!

    By Blogger Qfwfq, at Mon Nov 07, 11:30:00 PM 2005  

Post a Comment


 Subscribe to Post Comments [Atom]



 << Home