ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΩ ΤΑ ΗΧΕΙΑ ΜΟΥ

Tuesday, October 25, 2005

Εχουμε Γνωριστεί? - Episode II

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ακολουθεί ένα ΑΜΠ (Ανεπανάληπτου Μεγέθους Ποστ). Αν ψάχνετε για κάτι σύντομο που θα σας κινήσει το ενδιαφέρον, θα σας συγκινήσει ή θα σας διασκεδάσει, μη διαβάζετε παρακάτω! Αν αποφασίσετε να συνεχίσετε, θα συνιστούσα ένα ζεστό καφέ για να σας κάνει παρέα ή και καναδυό πίτσες, ανάλογα με τα γούστα σας. Σε κάθε περίπτωση, αν συνεχίσετε το κάνετε με δική σας προσωπική ευθύνη!


Είναι μια Παρασκευή βράδυ, αρχές φθινοπώρου. Βγαίνω για τον καθιερωμένο 3ωρο περίπατο στους δρόμους της πόλης. Όσο κρατάει ακόμα ο καιρός, μπορώ να γεύομαι τουλάχιστον αυτή τη μικρή ευχαρίστηση. Δυόμιση ώρες και αρκετά χιλιόμετρα μετά, αφήνω πίσω μου τα μισοσκότεινα δρομάκια και ετοιμάζομαι να στρίψω σε έναν πιο κεντρικό δρόμο. Καθώς διασχίζω τη διάβαση μπροστά στα απενεργοποιημένα φανάρια, η ματιά μου πέφτει στιγμιαία σε μια γυναικεία παρουσία στην άκρη του πεζοδρομίου. Φαίνεται να κοιτάζει με ανησυχία προς το τέλος του δρόμου, σαν να γυρεύει κάποιον. Αντιδρώντας από ένστικτο, αλλάζω ανεπαίσθητα την πορεία μου και καταλήγω λίγα μέτρα μπροστά της. Έχω ακούσει διάφορες τρελλές ιστορίες για δεινόσαυρους που κατηγορήθηκαν άδικα στο παρελθόν για επιθέσεις σε ανθρώπους, μόνο και μόνο για παράδειγμα επειδή έτυχε να κατέβουν στην ίδια στάση του λεωφορείου με κάποια υστερική γυναίκα. Δεν θέλω να δώσω καμιά τέτοια αφορμή, ειδικά με την ώρα τόσο περασμένη. Συνεχίζω να περπατάω ζωηρά χωρίς να κοιτάζω καθόλου πίσω μου. Μερικά μέτρα αργότερα συνειδητοποιώ ότι πίσω μου ακολουθεί η ίδια γυναικεία παρουσία που απέφυγα να συναντήσω λίγο πριν. Καθώς αρχίζω να σκέφτομαι ότι η κατάσταση μπορεί να γίνει προβληματική, βλέπω ένα ποδήλατο να με πλησιάζει από πίσω και να σταματά δίπλα μου. Ο αναβάτης φοράει κουρελιασμένα και βρώμικα ρούχα. Με κοιτάζει με μισό μάτι, λες και βλέπει για πρώτη φορά δεινόσαυρο στη ζωή του.

- Μήπως ξέρεις πως μπορώ να βγω στην Τόμπσον?
- Λυπάμαι αλλά δε γνωρίζω καλά την περιοχή.

Καθώς επιταχύνει μπροστά μου με μια ελαφριά έκφραση απογοήτευσης που δεν του έδωσα αφορμή για μπελάδες, ακούγεται πίσω μου μια γλυκιά γυναικεία φωνή.

- Δεν σου έρχεται μερικές φορές να δώσεις μια κλωτσιά σε κάτι
  τέτοιους τύπους και να τους ξαποστείλεις από το πεζοδρόμιο?

Κοντοστέκομαι με έκπληξη και γυρίζω αργά το κεφάλι μου για να βεβαιωθώ ότι άκουσα σωστά. "Συγγνώμη?" Χωρίς να με κοιτάξει στο πρόσωπο, πιάνει το μπράτσο μου και με τραβάει προς τα μπροστά.

- Περπάτησε για λίγο δίπλα μου.
- Τι είπατε μόλις τώρα για τον τύπο με το ποδήλατο?
- Α, τίποτα. Κάτι δικά μου. Είσαι λαχανιασμένος. Μα γιατί είσαι
  λαχανιασμένος?

Της ρίχνω μια προσεκτικότερη ματιά. Μαύρα κυματιστά μαλλιά μέχρι τους ώμους, γλυκά χαρακτηριστικά προσώπου, μια ξεκούμπωτη μαύρη ζακέτα πάνω από το σκούρο μπλουζάκι που επιδεικνύει σωστά το μπούστο της, άσπρο κοντό παντελόνι και ένα τέλειο γαλλικό μανικιούρ. Λεπτοκαμωμένο σώμα, αλλά με τις σωστές καμπύλες. Χωρίς αμφιβολία είναι πολύ όμορφη. Στο δεξί της χέρι κρατάει ένα μικρό πορτοφόλι. "Περασμένα σαράντα", σκέφτομαι, "αλλά κρατιέται πολύ καλά". Μου ρίχνει και αυτή μια ματιά από πάνω μέχρι κάτω και χαμογελάει.

- Είμαι η Σύλβια.
- Qfwfq. Χάρηκα.
- Περίεργο όνομα. Ευρωπαϊκό, έτσι? Από που είσαι?
- Από την Ελλάδα.
- Ελλάδα?
- Ναι, έχεις πάει ποτέ?
- Όχι ακόμα, αλλά πρόσφατα άρχισα να μαθαίνω Γερμανικά.
- Χάλια γλώσσα. Όλα αυτά τα σύμφωνα μαζεμένα ....
- Qfwfq, δε σου τη δίνει που οι άνθρωποι έχουν όλους αυτούς
  τους κανόνες? Μην κάνεις αυτό, μην κάνεις το άλλο.
- Ε, ναι, φυσικά.
- Πόσο χρονών είσαι?
- 28.
- Με τίποτα! Δε δείχνεις ούτε 21. Παιδάκι δηλαδή.
- Ευχαριστώ πολύ! Αν ήμουν γυναίκα θα κολακευόμουν!
- Ωχ, βέβαια! Καλά, ξέχνα το παιδάκι, άντρας ήθελα να πω.
  Εγώ είμαι 36.
- Ωραία.

Μου ρίχνει ακόμα μια ματιά. "Πως γίνεται να είσαι Έλληνας και να είσαι τόσο τεράστιος?"

"Περίεργο", σκέφτομαι, "δε χρησιμοποίησε τη λέξη χοντρός. Μάλλον είναι απλά ευγενική μαζί μου. Αναρωτιέμαι αν έχει ξαναδεί δεινόσαυρο".

- Εσείς οι Έλληνες υποτίθεται ότι είστε αλλιώς. Πιο ...

"Ωχ", λέω από μέσα μου, "νάτο που έρχεται".

- Αλλά εσύ είσαι τόσο ογκώδης! Θα περπατήσεις μαζί μου
  μέχρι την κάβα εδώ πιο κάτω? Με εσένα δίπλα μου δεν
  θα τολμήσει να με ενοχλήσει κανένας.
- Φυσικά.

Ξαφνικά της πέφτει το πορτοφόλι. Σκύβω, το μαζεύω και της το δίνω. Το παίρνει χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία. Κάνουμε δυο βήματα και της ξαναπέφτει. Σκύβει και το μαζεύει. Αρχίζω τώρα σιγά σιγά να συνειδητοποιώ τι συμβαίνει.

- Ώστε από την Ελλάδα, ε? Εγώ είμαι 36 χρονών ξέρεις.
- Σε πιστεύω.

Με κοιτάει ξανά για λίγα δευτερόλεπτα.

- Ξέρεις κάτι?
- Τι?
- Είσαι πολύ όμορφος!
- ...
- Και πολύ cool!
- ...
- Τελικά είσαι ένας φανταστικός τύπος!
- ...

Βλέπουμε να πλησιάζει μια τύπισσα με έναν σκύλο. "Αυτή είχε τα μαλλιά της καστανά", μου λέει ψιθυριστά η Σύλβια. "Αλλά τώρα τα έβαψε ξανθά". Μου πιάνει το χέρι και στεκόμαστε στην άκρη του πεζοδρομίου. Αφού χαιρετιούνται αρχίζουν τη συζήτηση, ενώ το πορτοφόλι της Σύλβια πέφτει ξανά στο έδαφος.

- Εσύ δεν μένεις στο μεγάλο κτίριο στο τέλους του δρόμου?
- Ναι, εκεί μένω.
- Εγώ μένω στην άλλη άκρη. Αλλά θέλω να μετακομίσω.
  Ξέρεις κάπου να νοικιάζουν?
- Θα το έχω υπόψην. Πως κρατιέσαι αυτές τις μέρες
  μετά από ότι έγινε?
- Καλά, καλά. Εσύ?
- Μια χαρά. Να εδώ, είπα να βγάλω βόλτα το σκύλο.
- Αυτός είναι ο Qfwfq. Ειναι από την Ελλάδα!
- Από την Ελλάδα?
- Ναι. Δεν είναι πολύ όμορφος?

Καθώς σκύβω να μαζέψω το πορτοφόλι, ο σκύλος αποφασίζει να δοκιμάσει τί γεύση έχουν τα παπούτσια μου. Η τύπισσα τον τραβάει από το λουρί. "Έχει μπλε γλώσσα", μου λέει. "Είναι μισός chow chow. θέλεις να τη δεις?" Δε λέω τίποτα. Βγάζει ένα μπισκότο και του το δίνει. Ο σκύλος το τρώει λαίμαργα χωρίς όμως να μας δείξει τη γλώσσα του πρώτα. "Αυτός ο σκύλος είναι τα αυτιά μου", μου λέει. "Εχω πρόβλημα με το δεξί μου αυτί". Ξαναγυρίζει στη Σύλβια και αφού τη ρωτάει που πηγαίνουμε, ανταλλάσσουν ανούσιες απόψεις για το ποια κάβα θα είναι ανοιχτή τέτοια ώρα. Τελικά δε βγάζουν άκρη οπότε αφήνουμε την τύπισσα και το σκύλο να συνεχίσουν το δρόμο τους.

- Εσύ που μένεις? Εδώ τριγύρω?
- Όχι.
- Είμαι σίγουρη ότι μένεις στο τέλος αυτού του δρόμου.
- Στην πραγματικότητα μένω στην άλλη άκρη της πόλης.
- Και πως βρέθηκες εδώ?
- Απλώς περνούσα.
- Πως σου φαίνεται η χώρα μας?
- Να σου πω την αλήθεια, είναι αρκετά βαρετή!
- Τι?
- Δεν έχετε καθόλου κουλτούρα σαν λαός!
- Και που είναι καλύτερα?
- Πάρε την Ολλανδία για παράδειγμα. Εκεί μπορούν να
  καπνίζουν μαριχουάνα ελεύθερα. Εδώ ούτε μια μπύρα
  δεν μπορείτε να πιείτε με την ησυχία σας.

Τα λόγια μου την αφήνουν σκεπτική για λίγο. Φτάνουμε σε μια διασταύρωση. "Θέλεις να νοικιάσουμε μια ταινία? Έχω αρκετά λεφτά". Σκέφτομαι τι να απόγινε η κάβα που θα πηγαίναμε. Κάνω μια κίνηση με το κεφάλι ότι δεν με ενδιαφέρει και πολύ. Χαρούμενη που συμφωνώ, με τραβάει από το χέρι για να πάμε στο μινι-μάρκετ απέναντι. Καθώς διασχίζουμε το δρόμο, η Σύλβια αφήνει το χέρι μου και πηγαίνει να πιάσει κουβέντα με έναν ανυποψίαστο οδηγό που περιμένει υπομονετικά στο φανάρι. Από κάποιες σκόρπιες λέξεις που μπορώ να ξεχωρίσω και το γεγονός ότι οι δύο επιβάτες του αυτοκινήτου κοιτάνε συνεχώς προς το μέρος μου, συμπεραίνω ότι τους μιλάει για το θάψιμο που έριξα στη χώρα τους πριν από λίγο. Έχουν ξεκαρδιστεί στα γέλια. Όταν με το καλό τελειώνουν, ρωτάω τη Σύλβια τι τους έλεγε. "Α, τίποτα. Κάτι δικά μου", έρχεται αμέσως η απάντηση. Φτάνουμε μπροστά στο μινι-μάρκετ. Η Σύλβια αποφασίζει να λύσει κάποιες απορίες της.

- Είσαι φίλος του Ντέιβιντ?
- Ποιος είναι ο Ντέιβιντ?
- Τον έχεις γνωρίσει τον Ντέιβιντ?
- Όχι, ποιος είναι αυτός ο Ντέιβιντ?
- Χέσ' τον τον Ντέιβιντ! Πάμε μέσα.

Καθώς ανοίγει την πόρτα, της πέφτει το πορτοφόλι. Αυτή τη φορά σκορπάνε αρκετά κέρματα τριγύρω. Σκύβω να τα μαζέψω σιγά σιγά, ενώ πίσω μου αρχίζει να σχηματίζεται ουρά. Της δίνω για άλλη μια φορά το πορτοφόλι.

- Τι όμορφος που είσαι!
- ...
- Είμαι σίγουρη ότι έχεις και ωραία δόντια. Δείξε μου τα
  δόντια σου!
- Τα δόντια μου?

Λύνομαι στα γέλια. "Άλογο είμαι", σκέφτομαι, "και θέλει να δει τα δόντια μου?" Ανοίγω ελάχιστα το στόμα μου, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να συγκρατήσω το γέλιο μου. Οι υπόλοιποι πελάτες κοιτάζουν σαστισμένοι. "Έχεις πολύ ωραία δόντια!"

Η Σύλβια κατευθύνεται προς το ράφι με τα γαριδάκια. "Τι θέλεις να αγοράσουμε για την ταινία?", με ρωτάει. "Ότι να 'ναι", απαντάω εγώ κατατοπιστικά. Βουτάει ένα σακουλάκι με nachos και ένα dip τυριού και προχωράμε προς τις ταινίες. "Πόσες έχεις δει από τις καινούριες?", ρωτάει. "Πιθανότατα όλες", απαντάει μόνη της πριν προλάβω να απαντήσω ακριβώς το ίδιο. "Άσε", μου λέει, "έχω μερικές παλιές στο σπίτι". Βγαίνουμε από το μινι-μάρκετ και περνάμε απέναντι. Καθώς ανεβαίνουμε στο πεζοδρόμιο, η Σύλβια δείχνει ένα τηλεφωνικό θάλαμο μπροστά μας. "Να και ο Ντέιβιντ". Ένας τύπος γύρω στη δική μου ηλικία, φορώντας καπέλο του μπέιζμπολ γυρισμένο ανάποδα, κλείνει το τηλέφωνο και μας πλησιάζει. Χαιρετιόμαστε κρύα με την παρότρυνση της Σύλβια. "Αυτός είναι ο Qfwfq. Σου το είπα ότι μου αρέσει να γνωρίζω καινούρια άτομα, έτσι είμαι εγώ."

Ξεκινάμε να περπατάμε και οι τρεις προς την ίδια κατεύθυνση, ενώ εγώ αρχίζω να αναρωτιέμαι τι παίζεται. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής, η Σύλβια γυρνάει προς τον Ντέιβιντ και τον ρωτάει αν θα πάει να αγοράσει μπύρες. Αφού ανταλλάσσουν ανούσιες απόψεις για το ποια κάβα θα είναι ανοιχτή τέτοια ώρα, ανοίγει το πορτοφόλι της και του δίνει μερικά χρήματα.

- Κοίτα μην εξαφανιστείς πάλι. Θα βάλω ανθρώπους να
  σε βρουν!
- Καλά, μας τρόμαξες τώρα!

Ο Ντέιβιντ γυρνάει από την άλλη και απομακρύνεται πίσω μας. Συνεχίζουμε να περπατάμε αργά, όταν η Σύλβια στρέφεται προς το μέρος μου.

- Πως είπαμε ότι σε λένε?
- Qfwfq.
- A, ναι. Από Ελλάδα, έτσι?
- Μάλλον.
- Το διαμέρισμα μου, πως σου φαίνεται?
- Δεν το έχω δει ποτέ!
- Φυσικά και το έχεις δει!
- Δεν το έχω δει.
- Τόσο καιρό που γνωριζόμαστε δεν ήρθες ποτέ σπίτι μου?
- Μόλις τώρα γνωριστήκαμε, πριν από μισή ώρα στο δρόμο!
- Είμαι λίγο μπερδεμένη?
- Ε, λίγο!
- Είναι επειδή πίνω από το πρωί.
- Κάτι τέτοιο υπέθεσα και εγώ.
- Και εσύ είσαι ο ...?
- Qfwfq!
- Το ήξερα αυτό! Εγώ είμαι η Σύλβια.
- Το ξέρω.

Αρχίζουμε να χαμογελάμε και οι δύο.

- Πως βρίσκεις τη χώρα μας?
- Η πιο φανταστική χώρα του πλανήτη!
- Έλα, σοβαρά μιλάω. Δεν νομίζεις ότι είμαστε λίγο βαρετοί?
- Κοίτα, αν σου πω τι πιστεύω θα αρχίσεις να κυνηγάς τα
  αυτοκίνητα για να το μοιραστείς μαζί τους.
- Εγώ? Με τίποτα!
- Μόλις πριν λίγα λεπτά το έκανες! Οπότε από 'δω και πέρα
  θα λέω ότι εδώ είναι παράδεισος.

Με κοιτάζει για λίγο με ένα πονηρό χαμόγελο. Από μακριά βλέπουμε να πλησιάζει πάλι η τύπισσα με το σκύλο. Σταματάει και ξαναπιάνουν την κουβέντα, με τον σκύλο να στρογγυλοκάθεται δίπλα τους.

- Μα κοίταξε τον! Δεν είναι αξιαγάπητος?
- Είναι!
- Ήξερες ότι οι Έλληνες βγαίνουν σε τόσο μεγάλο μέγεθος?
- Όχι, αλλά το βλέπω τώρα με τα μάτια μου!

Αρχίζω να αισθάνομαι λες και βρίσκομαι σε μια φωλιά από κούγκαρ. Μόνο που η Σύλβια δεν ταιριάζει ακριβώς στο χαρακτηρισμό. Επιτέλους τελειώνουν με ότι έχουν να πουν και ανταλλάσσουμε αμοιβαίες καληνύχτες. Η τύπισσα μου ρίχνει ένα πονηρό βλέμμα. "Καλή διασκέδαση!", λέει με νόημα. Αρχίζουμε πάλι το δρόμο για το διαμέρισμα της Σύλβια. Ξαφνικά μας προσπερνάει τρέχοντας αργά ο Ντέιβιντ και χάνεται αμέσως σε ένα σκοτεινό δρομάκι στα δεξιά. Κοιτάζω τη Σύλβια με απορία. "Μη δίνεις σημασία", μου λέει. "Πάντα έτσι είναι αυτός". Προχωράμε για λίγο χωρίς να μιλάμε. Τελικά αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή.

- Πως έγινε και γνωριστήκαμε έτσι? Δεν είναι φοβερό?
  Από που ξεφύτρωσες?
- Έμαθαν πως είμαι Έλληνας και με παράτησαν εδώ πιο κάτω!
- Με τίποτα! Μένεις κοντά στο σπίτι μου είπες?
- Όχι, μένω στην άλλη άκρη της πόλης.
- Είσαι πολύ όμορφος!
- ...
- Η μητέρα σου?
- Ναι ...?
- Από την Πορτογαλία?
- Όχι, από Ελλάδα.
- Και ο πατέρας σου?
- Ναι ...?
- Από την Ιταλία?
- Όχι, και αυτός από την Ελλάδα.
- Είσαι αξιαγάπητος!

Μετά από λίγο φτάνουμε έξω από το σπίτι της Σύλβια. Κοντοστέκομαι στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας ενώ εκείνη προσπαθεί να πετύχει την κλειδαρότρυπα. Αρχίζω να αναρωτιέμαι τι να κάνω. Να μπω μέσα? Η Σύλβια είναι σκνίπα. Εκκλησία θα κλέψουμε τώρα? Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, η Σύλβια με τραβάει από το χέρι και αρχίζει να ανεβαίνει γρήγορα τις σκάλες. Ανεβαίνουμε δύο ορόφους. Ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος και εξαφανίζεται στο κατακόκκινο φως ενός δωματίου στα αριστερά. "Σαν στο σπίτι σου", φωνάζει από την κρεβατοκάμαρα. "Βολέψου όπου βρεις". Συνεχίζω ευθεία στο σαλόνι και κάθομαι στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Σε λίγο έρχεται και εκείνη. Τα μαλλιά της ακουμπούν στους βελούδινους ώμους της, που γυμνοί από τη ζακέτα τονίζουν ακόμα περισσότερο τη φιγούρα της. Μαζεύει κάποια ποτήρια από το τραπεζάκι μπροστά μου και φεύγει στην κουζίνα. Επιστρέφει αμέσως με δύο καθαρά ποτήρια και ένα μπουκάλι άσπρο κρασί. Τα ακουμπάει στο τραπεζάκι και σκύβει δίπλα μου για να τα γεμίσει. Καθώς γυρνάει από την άλλη για να χαθεί πάλι στην κουζίνα, φωνάζει πίσω της. "Και μυρίζεις και πολύ ωραία!". Αρχίζω να περιεργάζομαι με αμηχανία το δωμάτιο γύρω μου. Χαμηλός φωτισμός, λίγο ακατάστατο, ένας υπολογιστής παρατημένος στην γωνία, η τηλεόραση με χαμηλωμένη τη φωνή μοιάζει να μένει συνέχεια ανοιχτή. Έρχεται η Σύλβια κρατώντας ένα βαθύ πιάτο με τα nachos λουσμένα από το φρεσκοζεσταμένο τυρί. Ρίχνει μερικές χαρτοπετσέτες μπροστά μου, κάθεται δίπλα μου, και ακουμπάει το πόδι της στο δικό μου. Πιάνουμε τα ποτήρια και πίνουμε λίγο κρασί.

- Ξέρεις, ήμουν παντρεμένη πολλά χρόνια. Έχω και δύο παιδιά.
- Και τώρα?
- Έχουμε χωρίσει. Μου έχει φερθεί πολύ άσχημα. Το διαζύγιο
  δεν ήταν εύκολο.
- Δηλαδή?
- Κατέληξα με μια κατηγορία για επίθεση εναντίον του.
- Συμβαίνουν ...
- Η δική σου οικογένεια?
- Όλοι στην Ελλάδα. Δεν έχω κανέναν συγγενή εδώ.
- Θα πρέπει να αγαπάς πολύ τους γονείς σου, έτσι?
- ...

Στρέφεται προς την τηλεόραση. Σχολιάζουμε κοροϊδευτικά μια συναυλία που μοιάζει να επαναλαμβάνεται για αιώνες. Η Σύλβια έχει τώρα ρίξει όλο το σώμα της πάνω μου. Ετοιμάζομαι να κάνω την επόμενη κίνηση όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει φουριόζος ο Ντέιβιντ κρατώντας ένα κιβώτιο μπύρες! Μας βλέπει, ξινίζει το πρόσωπο και στρίβει στην κουζίνα χωρίς να πει κουβέντα. Ξεκολλάω τη Σύλβια από πάνω μου και σηκώνομαι όρθιος.

- Μάλλον ήρθε η ώρα να φεύγω.
- Γιατί? Δε χρειάζεται να φύγεις.
- Πρέπει.

Θυμάμαι ένα ρητό που μου είχε πει κάποτε ένας φίλος μου. "Ο σκύλος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου". "Ελαφρώς άσχετο", λέω στον εαυτό μου. "Όχι, περίμενε. Στους δύο τρίτος δε χωρεί, αυτό είναι". "Πολύ σωστά", σκέφτομαι, "και μου φαίνεται ότι εγώ είμαι ο τρίτος της παρέας". Ανοίγω την πόρτα και λέω στη Σύλβια ότι η κατάσταση πηγαίνει να γίνει πολύ περίεργη για τα δικά μου γούστα. Καθώς κλείνω πίσω μου την πόρτα, την ακούω να ρίχνει μερικά μπινελίκια προς την κατεύθυνση της κουζίνας. Αποδέκτης ο Ντέιβιντ, επειδή δεν άνοιξε το στόμα του να μου πει να μείνω.

Βγαίνω στο δρόμο μπερδεμένος, αλλά και ελαφρώς ανακουφισμένος που ξέφυγα από αυτή τη σουρεαλιστική κατάσταση. Άσε που θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί πολύ πιο άσχημα για μένα, δεινόσαυρος να συναναστρέφεται τόσο στενά με ανθρώπους. Καθώς πλησιάζω στο σπίτι μου συνειδητοποιώ ότι μόλις έζησα ίσως τα καλύτερα 60 λεπτά της ζωής μου. Μια μεθυσμένη σαραντάρα μου προσέφερε περισσότερη αγάπη, συμπυκνωμένη σε μια ώρα, από ότι οι περισσότερες από τις παλιές μου γκόμενες σε διάστημα μηνών. Πέφτοντας στο κρεβάτι μου, μια σκέψη αρχίζει να τριγυρίζει ανέμελη στο μυαλό μου. Αν ποτέ παντρευτώ, θα έδινα τα πάντα για να δείχνει η γυναίκα μου τόσο όμορφη στα σαράντα όσο η Σύλβια.

4 Comments:

Post a Comment


 Subscribe to Post Comments [Atom]



 << Home